- επίστρεπτος
- ἐπίστρεπτος, -ον (Α) [επιστρέφω]1. εκείνος προς τον οποίο στρέφεται κανείς με θαυμασμό («ὥραν ἐχούσας τήνδ’ ἐπίστρεπτον βροτοῑς» — την ηλικία τους που στρέφονται οι άνθρωποι για να τή θαυμάσουν, Αισχύλ.)2. αυτός που μπορεί εύκολα να περιστραφεί.
Dictionary of Greek. 2013.