επίστρεπτος

επίστρεπτος
ἐπίστρεπτος, -ον (Α) [επιστρέφω]
1. εκείνος προς τον οποίο στρέφεται κανείς με θαυμασμό («ὥραν ἐχούσας τήνδ’ ἐπίστρεπτον βροτοῑς» — την ηλικία τους που στρέφονται οι άνθρωποι για να τή θαυμάσουν, Αισχύλ.)
2. αυτός που μπορεί εύκολα να περιστραφεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστρεπτόν — ἐπιστρεπτός masc/fem acc sg ἐπιστρεπτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστρεπτον — ἐπίστρεπτος to be turned masc/fem acc sg ἐπίστρεπτος to be turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρεπτοῖσι — ἐπιστρεπτός masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρεπτοί — ἐπιστρεπτός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρεπτοῦ — ἐπιστρεπτός masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρεπτῷ — ἐπιστρεπτός masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”